- γλουρός
- γλουρός, ο (Α)το χρυσάφι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. φρυγικής προελεύσεως, πρβλ. «γλούρεαχρύσεα» και «γλουρόςχρυσός», Ησύχ. (Φρύγες), δάνειο στην Ελληνική, δεδομένου ότι και η κατεργασία τού χρυσού προήλθε από την Ανατολή. Η λ. συνδέεται επίσης με το χλωρός*].
Dictionary of Greek. 2013.