γλουρός

γλουρός
γλουρός, ο (Α)
το χρυσάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. φρυγικής προελεύσεως, πρβλ. «γλούρεα
χρύσεα» και «γλουρός
χρυσός», Ησύχ. (Φρύγες), δάνειο στην Ελληνική, δεδομένου ότι και η κατεργασία τού χρυσού προήλθε από την Ανατολή. Η λ. συνδέεται επίσης με το χλωρός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek

  • ĝhel-1 (and ghel-?), also as i-, u- or n-stem; ĝhelǝ- : ĝhlē-, ĝhlō- : ĝhlǝ- (*ĝhwel-) —     ĝhel 1 (and ghel ?), also as i , u or n stem; ĝhelǝ : ĝhlē , ĝhlō : ĝhlǝ (*ĝhwel )     English meaning: to shine; green, gold, blue, *sun     Deutsche Übersetzung: “glänzen, schimmern”; as Farbadjektiv: “gelb, grũn, grau or blau”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”